επαυλος

επαυλος
    ἔπαυλος
    ἔπ-αυλος
    -ου ὅ (только pl.; Soph. τὰ ἔπαυλα)
    1) скотный двор, стойло Hom., Soph., Anth.
    2) местопребывание, жилище
    

(Θρῃκίων Aesch.)

    τὰ τᾶς χώρας κράτιστ΄ ἔπαυλα Soph. — лучший уголок страны


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "επαυλος" в других словарях:

  • έπαυλος — ἔπαυλος, ο (Α) [αυλή] (συν. στον πληθ. οἱ ἔπαυλοι και τὰ ἔπαυλα) τόπος περιφραγμένος όπου διανυκτερεύουν ζώα, στάβλος, μάντρα, μαντρί …   Dictionary of Greek

  • ἔπαυλος — fold masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαύλων — ἔπαυλος fold masc gen pl ἔπαυλος fold neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαύλους — ἔπαυλος fold masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπαυλα — ἔπαυλος fold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπαυλ' — ἔπαυλι , ἔπαυλις steading fem voc sg ἔπαυλα , ἔπαυλος fold neut nom/voc/acc pl ἔπαυλε , ἔπαυλος fold masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»